ἀκολάκευτος — not liable to flattery masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολάκευτος — η, ο αυτός που δεν κολακεύτηκε ή δε δέχεται τις κολακείες: Άνθρωπο που είχε κάποια θέση δεν τον άφηνε ακολάκευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκολακεύτως — ἀκολάκευτος not liable to flattery adverbial ἀκολάκευτος not liable to flattery masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολάκευτον — ἀκολάκευτος not liable to flattery masc/fem acc sg ἀκολάκευτος not liable to flattery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολακεύτου — ἀκολάκευτος not liable to flattery masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολακεύτους — ἀκολάκευτος not liable to flattery masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολακεύτων — ἀκολάκευτος not liable to flattery masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολακεύτῳ — ἀκολάκευτος not liable to flattery masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολάκευτα — ἀκολάκευτος not liable to flattery neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολάκευτοι — ἀκολάκευτος not liable to flattery masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)